- ταρσανάς
- ο судоверфь
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ταρσανάς — ταρσανάς, ο και αρσανάς, ο πληθ. άδες (λ. τουρκ.), ναυπηγείο, ναύσταθμος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ταρσανάς — και τερσανάς και αρσανάς, ο, Ν (παλαιός όρος) 1. ναυπηγείο ξύλινων πλοίων 2. ναύσταθμος 3. αποβάθρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. tersane με προληπτ. αφομοίωση] … Dictionary of Greek
αρσανάς — και ταρσανάς, ο 1. ναυπηγείο 2. ναύσταθμος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Υποστηρίζεται ότι ο τ. προήλθε από το γαλλ. arsenal «ναύσταθμος». Σύμφωνα με άλλη άποψη ο τ. αρσανάς < ιταλ. darsena < (αραβ.) dar es sana «οίκος των κατασκευών»] … Dictionary of Greek
ναύσταθμος — Λιμάνι ή όρμος, κατάλληλα διασκευασμένος, όπου λιμενίζονται πολεμικά πλοία και υπάρχουν εγκαταστάσεις για την επισκευή, τον εξοπλισμό και τις άλλες ανάγκες του πολεμικού ναυτικού. Ο ν. ήταν ό,τι και το νεώριο των αρχαίων ή το καραβοστάσι ή ο… … Dictionary of Greek
τερσανάς — ο, Ν βλ. ταρσανάς … Dictionary of Greek